Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek
Ενούμα ελίς — Βαβυλωνιακό κοσμογονικό ποίημα που πήρε τον τίτλο του από τις λέξεις με τις οποίες αρχίζει (στα ελληνικά ο τίτλος σημαίνει «όταν εκεί επάνω...»). Το έργο, που αποτελείται από περισσότερους από 1.000 στίχους και χρονολογείται στην πρώτη… … Dictionary of Greek
Καλαμπάκα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 240 μ., 7.392 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης των Τρικάλων, στους πρόποδες των Μετεώρων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου και έως το 1997 της ομώνυμης επαρχίας. Κατά την… … Dictionary of Greek
μακροσκελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει μακριά σκέλη, ο μακροκάνης. 2. (για γραφτό ή προφορικό λόγο), αυτός που αποτελείται από μεγάλες περιόδους, εκτενής, διεξοδικός: Μου έστειλε μια μακροσκελή επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)